- ουρώδης
- (I)οὐρώδης, -ῶδες (Α) [ουρά]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρά ή στον πρωκτό.————————(II)-ώδες [ούρο]αυτός που έχει γνωρίσματα, λ.χ. το χρώμα ή την οσμή, τών ούρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οὐρώδης — of the tail masc/fem acc pl (attic epic doric) οὐρώδης of the tail masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) οὐρώδης of the tail masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρώδη — οὐρώδης of the tail neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) οὐρώδης of the tail masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) οὐρώδης of the tail masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρωδέων — οὐρώδης of the tail masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek